- ἀνθοσύνην
- ἀνθοσύνηbloomfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύσταχυς — εὔσταχυς και ἐΰσταχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει πολλά και ωραία στάχια 2. ανθηρός, καρποφόρος («τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στάχυς] … Dictionary of Greek